Παναθηναϊκός αμφορέας (λεπτομέρεια)
© The Trustees of the British Museum
Ψυχῆς γὰρ ἀγαθῆς πατρὶς ὁ σύμπας κόσμος.
Δημόκριτος
Ένας μικρόσωμος άνδρας με τουρκική φορεσιά παρουσιάστηκε στην πύλη του Ναυπλίου ένα πρωί του Ιουλίου 1833 και ζήτησε από τη φρουρά να τον οδηγήσουν στην κατοικία του Όθωνα. Είχε σε φάκελο επιστολές με σφραγίδα των βαυαρικών ανακτόρων και ισχυριζόταν ότι τις είχε παραλάβει στο Μόναχο πριν από είκοσι τέσσερεις μέρες και τις μετέφερε ως εκεί πεζός. Κατά τον έλεγχο των ταξιδιωτικών εγγράφων ο Βαυαρός φρουρός διαπίστωσε ότι μπροστά του στεκόταν ο περίφημος δρομέας Μένσεν Έρνστ, ο διασημότερος αθλητής στην Ευρώπη και παθιασμένος ταξιδευτής, που έναν χρόνο νωρίτερα είχε καταπλήξει το κοινό τρέχοντας απ' το Παρίσι στη Μόσχα μέσα σε δύο εβδομάδες.
Πώς έφτασε αυτός ο σπάνιος ταχυδρόμος που ταύτιζε τη ζωή με την αδιάκοπη κίνηση, να στέκεται μπροστά στην Πύλη της Ξηράς με προορισμό το ελληνικό παλάτι; Μια ιστορία που συνδέεται χαλαρά με το θέμα της ιστοσελίδας, αλλά παρουσιάζεται λόγω της συναρπαστικής προσωπικότητας του πρωταγωνιστή της.
H είσοδος στο Ναύπλιο από τα βορειοανατολικά (Πρόνοια). Στο τέλος του δρόμου διακρίνεται η Πύλη της Ξηράς.
Έργο του Eugène Peytier (1793-1863)
(travelogues-ίδρ. Αικ. Λασκαρίδη)
Ο Μένσεν Έρνστ πολύ νέος είχε κιόλας δει τον κόσμο, ή ένα μεγάλο μέρος του. Γεννημένος στη Νορβηγία, έφηβος είχε μαθητεύσει σε ναυτική σχολή της Δανίας και στη συνέχεια υπηρέτησε σε αγγλικά πλοία που τον πήγαν ως την Αμερική, τις Ινδίες και την Αφρική. Κάποτε αποφάσισε ότι ήταν γεννημένος για ταξίδια, αλλά όχι θαλασσινά, και τότε εγκατέλειψε τους μονότονους ωκεανούς και τα στενόχωρα καράβια για την ελευθερία των χερσαίων δρόμων. Προικισμένος απ' τη φύση με ασυνήθιστη αντοχή και ταχύτητα στο τρέξιμο, στο εξής θα γύριζε τον κόσμο ως επαγγελματίας δρομέας, ζώντας από επιδείξεις, χορηγίες, στοιχήματα και αναθέσεις ταχυδρομικών αποστολών. Η αγωνιστική πεζοπορία (Pedestrianism) ήταν απ' τα δημοφιλέστερα λαϊκά θεάματα του 19ου αιώνα και αυτός θα γινόταν ο λαμπρότερος εκπρόσωπός της.
Το 1820, σε ηλικία εικοσιπέντε ετών, άρχισε να περιοδεύει στην Ευρώπη δίνοντας εντυπωσιακές παραστάσεις, στις οποίες το κοινό πλήρωνε για να τον δει να διανύει μεγάλες αποστάσεις σε ελάχιστο προκαθορισμένο χρόνο, να παραβγαίνει με ατμομηχανές, σκύλους και άλογα, να τρέχει με ξυλοπόδαρα ή φορώντας ανατολίτικα ρούχα. Σύντομα έγινε γνωστός και οι ιδιόρρυθμες εμφανίσεις του αναγγέλλονταν στις εφημερίδες και αποτελούσαν είδηση απ' τη Δανία μέχρι την Ιταλία κι απ' την Ισπανία μέχρι την Ουγγαρία. Δίχως σταθερή βάση ή μόνιμη κατοικία, χωρίς στενούς δεσμούς με την πατρίδα ή την οικογένειά του, αυτός ο δρομαίος νομάδας είχε το σπίτι του παντού και πουθενά. Μια πιο οικεία σχέση απέκτησε με τη Γερμανία λόγω της φιλίας του με την αριστοκρατική οικογένεια von Wedemeyer, η οποία τον είχε υπό την προστασία της και συχνά τον φιλοξενούσε για μεγάλα διαστήματα στο κτήμα της, στο Ανρόντε της Θουριγγίας. Ο σεμνός, συμπονετικός στα όρια της αυτοθυσίας χαρακτήρας του και η σχεδόν παιδική αφέλειά του έκαναν τον Έρνστ συμπαθή σε όσους τον γνώριζαν· ήταν κατά τον βιογράφο του ένας αγνός, καλός άνθρωπος.
Ο Μένσεν Ερνστ το 1826 στη Δανία, με πλήρη ταξιδιωτική εξάρτυση.
© Odense City Archives
Ο αεικίνητος Νορβηγός τόλμησε την πρώτη του μεγάλη διαδρομή τον Ιούνιο 1832, όταν έτρεξε απ' το Παρίσι στη Μόσχα (2600 χλμ) μέσα σε δύο εβδομάδες, διανύοντας δηλαδή περίπου 180 χιλιόμετρα ημερησίως επί δεκατέσερεις συνεχόμενες μέρες. Η πρωτοφανής αυτή επιτυχία επιβεβαίωσε την ήδη μεγάλη φήμη του και απέφερε πολλά κέρδη από στοιχήματα. Ο Έρνστ μοίρασε όσα χρήματα τού περίσσευαν στους φτωχούς.
Ταξιδεύοντας από χώρα σε χώρα και από πόλη σε πόλη, τον Φεβρουάριο του 1833 βρέθηκε στο Μόναχο, όπου η αναχώρηση του Όθωνα ήταν ακόμη πρόσφατη, η στρατολόγηση των εθελοντών για την Ελλάδα συνεχιζόταν και οι συζητήσεις για την ελληνική επικαιρότητα έδιναν κι έπαιρναν. Σ' αυτό το κλίμα σχημάτισε την ιδέα για έναν δεύτερο μεγάλον αγώνα: πρότεινε να μεταφέρει στον ξενιτεμένο πρίγκιπα, τώρα βασιλιά της Ελλάδας, επιστολές της βασιλικής οικογένειας, το αργότερο σ' έναν μήνα, ταξιδεύοντας μέχρι το Ναύπλιο με τα πόδια (ας σημειωθεί ότι η ταχυδρομική επικοινωνία μεταξύ των δύο κρατών διεξαγόταν τότε με πλοίο μέσῳ Τεργέστης, όπου επιβαλλόταν καραντίνα είκοσι οκτώ ημερών στους ερχόμενους απ' την Ανατολή).
Για λόγους συναισθηματικούς ή και πολιτικούς, η οικογένεια του Όθωνα δέχτηκε την πρόταση. Ένας διάσημος, δημοφιλής αθλητής που θα ένωνε με γοργά βήματα τη Βαυαρία με την πατρίδα του Φειδιππίδη ίσως να ήταν μια καλή διαφήμιση των νεότευκτων ελληνοβαυαρικών σχέσεων και μια απόδειξη ότι η Ελλάδα δεν ήταν εν τέλει τόσο μακρινή χώρα. Έτσι ο Ερνστ προσκλήθηκε να επισκεφθεί τα βαυαρικά ανάκτορα.
Oι γονείς και τα αδέλφια του Όθωνα παρατηρούν πίνακα με θέμα την άφιξή του στο Ναύπλιο.
Λιθογραφία σε σχέδιο του G. Bodmer, περ. 1833
(Wikimedia Commons)
Την ορισμένη μέρα και ώρα, η βασίλισσα Θηρεσία, τα αδέλφια του Όθωνα, ο υπουργός Εξωτερικών von Gise και αρκετοί αυλικοί, όχι όμως και ο βασιλιάς Λουδοβίκος, είδαν να παρουσιάζεται μπροστά τους ένας μάλλον κοντός αλλά γεροδεμένος άνδρας περίπου τριάντα πέντε ετών, με πρόωρα γκρίζα μαλλιά, ρυτίδες στο μέτωπο και καλοκάγαθη έκφραση. Μιλούσε καλά Γερμανικά και στη συζήτηση που ακολούθησε εντυπωσίασε με τις γεωγραφικές, αστρονομικές και ναυτικές του γνώσεις, έδειξε τη διαδρομή που είχε σχεδιάσει στον χάρτη και διαβεβαίωσε τη βασίλισσα ότι η υγεία του δεν θα κινδύνευε, παρόλο που -αντίθετα με τη σχεδόν επίπεδη διαδρομή απ' το Παρίσι στη Μόσχα- μεταξύ Μονάχου και Ναυπλίου παρεμβάλλονταν πολλοί ορεινοί και υδάτινοι όγκοι, καθώς και οι κίνδυνοι της διέλευσης από τουρκικά εδάφη. Σχετικά με τις ταξιδιωτικές του μεθόδους και συνήθειες, εξήγησε ότι ακολουθούσε πάντα ευθεία πορεία αποφεύγοντας τις καμπύλες των δρόμων, τις παρακάμψεις των φυσικών εμποδίων και την είσοδο σε πόλεις, στις οποίες, για να μην καθυστερεί, έμπαινε μόνον όταν είχε ανάγκη από χρήματα ή τροφή, ότι προσανατολιζόταν με πυξίδα, τετράντα και χάρτη, ότι τρεφόταν απλά και προτιμούσε τα κρύα γεύματα -ψωμί, τυρί, φρούτα, λίγο κρέας και απαραιτήτως ρούμι ή κρασί ήταν η βασική του δίαιτα- και ότι κοιμόταν το πολύ τέσσερεις ώρες τη μέρα, πάντα στο ύπαιθρο, γιατί πίστευε ότι ο ύπνος σε μαλακό κρεβάτι αφαιρεί την ελαστικότητα και τη δύναμη από τα πόδια του.
Στις 6 Ιουνίου 1833 ο τολμηρός πεζοπόρος παρέλαβε τα σφραγισμένα έγγραφα και ξεκίνησε από το ανάκτορο του Νύμφενμπουργκ, παρουσίᾳ είκοσι χιλιάδων θεατών. Ντυμένος μ' ένα κοντό μπλε πανωφόρι, όμοιο παντελόνι, ελαφριές δετές μπότες και σκούφο, είχε στερεωμένη στη μέση μια φαρδιά ζώνη με τα όργανα προσανατολισμού, το απαραίτητο ρούμι και ψωμί, και σ' έναν ξεχωριστό δερμάτινο φάκελο σαράντα περίπου επιστολές σε αδιάβροχη θήκη. Οι πρεσβείες τον είχαν εφοδιάσει με τα αναγκαία ταξιδιωτικά έγγραφα.
Η διαδρομή από το Μόναχο στο Ναύπλιο
Διασχίζοντας τα ορεινά περάσματα, στις 12 Ιουνίου έφθασε μέσῳ Σάλτσμπουργκ και Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνας) στην Αδριατική. Διάλεξε τη διαδρομή κατά μήκος των δαλματικών ακτών γιατί έχει λιγότερα βουνά, ωστόσο οι αλλεπάλληλοι κόλποι, ποταμοί και λίμνες δημιουργούσαν καθυστερήσεις. Ο Ερνστ έλυσε το πρόβλημα χρησιμοποιώντας ξύλα απ' τα γειτονικά δάση ως αυτοσχέδια ξυλοπόδαρα. Φθάνοντας στο Μπρένο (Zupa Dubrovacka) κρατήθηκε σε καραντίνα επειδή είχε περάσει απ' τη Ραγκούσα (Ντουμπρόβνικ), όπου υπήρχε επιδημία χολέρας· ο Ερνστ απλώς δραπέτευσε. Έτρεχε μέρα και νύχτα, αναπαυόταν σε ολιγόλεπτες στάσεις και κοιμόταν στο ύπαιθρο, το πολύ τέσσερεις συνεχόμενες ώρες. Χρήματα έπαιρνε απ' τις κατά τόπους αυστριακές αρχές, με την επίδειξη των βαυαρικών εγγράφων.
Το Μαυροβούνιο (τότε εν μέρει αυστριακό και εν μέρει τουρκικό) αποδείχθηκε το επικινδυνότερο τμήμα της διαδρομής, όχι μόνο λόγῳ των πολλών ποταμών και του δύσβατου εδάφους των Δειναρικών Άλπεων, αλλά και γιατί δύο φορές ήλθε εδώ αντιμέτωπος με ληστές. Την πρώτη διέφυγε τρέχοντας στο δάσος· τη δεύτερη τον ανάγκασαν να παραδώσει πυξίδα, τετράντα, χάρτη και χρήματα, όμως στη συνέχεια, ίσως εντυπωσιασμένοι απ' την ασυνήθιστη εμφάνιση και την ήρεμη στάση του, οι ληστές τον κάλεσαν να μοιραστεί το γεύμα τους, λευκό ψωμί και κρασί, πριν απομακρυνθούν φωνάζοντας "Αλλάχ".
Αναγκασμένος στο εξής να προσανατολίζεται μόνο με τη βοήθεια των άστρων και την αχλύ της θάλασσας στον ορίζοντα, ο πρώην ναύτης διέρχεται κι άλλα βουνά, κι άλλες κοιλάδες και νερά -με ξυλοπόδαρα. Στο Κάταρο (Κότορ) προμηθεύεται νέα πυξίδα και χάρτη, συνεχίζει προς τη Μπούντβα και περνώντας τα τουρκοαυστριακά σύνορα φθάνει στο Αντιβάρι (Μπαρ). Διαβαίνει τον ποταμό Μπογιάνα (Μπούνα) και μπαίνει στην Αλβανία με κατεύθυνση τη Σκόδρα.
Άποψη της Σκόδρας με το φρούριο και τον ποταμό Μπογιάνα
Σχέδιο του Εdward Lear, 1851
(travelogues-ίδρ. Αικ. Λασκαρίδη)
Με χρήματα (τουρκικά πιάστρα) που τώρα προμηθευόταν απ' τους κατά τόπους αυστριακούς προξένους, αντικατέστησε τα φθαρμένα πλέον ρούχα του με μια ενδυμασία ταιριαστή στο νέο πολιτισμικό περιβάλλον: λευκό πανωφόρι, κόκκινο σαλβάρι, πράσινες μπότες, πλατιά ζώνη, αλλά αντί για τουρμπάνι ένα ψάθινο ιταλικό καπέλο. Με την πρωτότυπη αυτή αμφίεση παρουσιάστηκε στον πασά της περιοχής κατά την άφιξή του στο Σκούταρι (Σκόδρα). Ο πασάς τον φιλοξένησε πρόθυμα, τον ξενάγησε στην πόλη, μίλησε ευνοϊκά για τον Όθωνα και χορήγησε στον ξένο βίζα για το υπόλοιπο ταξίδι, η οποία σύντομα αποδείχθηκε χρήσιμη όταν έξω απ' το Αλέσσιο (Λέζα) o Ερνστ συνελήφθη ως αυστριακός κατάσκοπος και αφέθηκε ελεύθερος επιδεικνύοντάς την.
Νέα περιπλοκή ύστερα από τετρακόσια χιλιόμετρα, όταν είχε ήδη αφήσει πίσω του τα Γιάννενα και την Άρτα. Μια τουρκική περίπολος που τον βρήκε ν' αναπαύεται ύστερα από ολονύκτια διαδρομή σε έδαφος που ο ίδιος θεωρούσε ελληνικό, αλλά ήταν τουρκικό, τον συνέλαβε εκ νέου και τον έφερε πίσω στα Γιάννενα, πάλι ως ύποπτο κατασκοπείας. Ο τουρκοφορεμένος Ερνστ οδηγήθηκε στον Εμίρ πασά, έναν μορφωμένον Τούρκο ντυμένον με ευρωπαϊκά ρούχα, που μιλούσε Γαλλικά και απαίτησε όλες οι ιδιωτικές επιστολές, εκτός από αυτές του Όθωνα, να παραδοθούν για να διαβαστούν. Κατά την αναγκαστική διήμερη παραμονή του στην πόλη, ο ταξιδιώτης φιλοξενήθηκε στην κατοικία του Έλληνα γραμματέα τού πασά και εκεί γνώρισε πολλούς Έλληνες πατριώτες, κάποιοι απ' τους οποίους τον εντυπωσίασαν με τον πλούτο τους. Εντέλει παρέλαβε κι άλλες ιδιωτικές επιστολές για την Ελλάδα, τα λογοκριμένα έγγραφα, ένα φιρμάνι-διαβατήριο απ' τον πασά μαζί με ευχές προς τον Όθωνα και κίνησε πάλι ολοταχώς για τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Πρώτος σταθμός του στην Ελλάδα ήταν η Αμφιλοχία. Εδώ συνάντησε Βαυαρούς στρατιώτες του Μηχανικού, οι οποίοι -όπως καταγράφεται στο σωζόμενο ημερολόγιο εργασιών του λόχου- κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν υπό τις διαταγές του λοχαγού Lufft τα στρατιωτικά κτήρια αυτής της συνοριακής πόλης με τη στρατηγική σημασία. Ο Ερνστ έκανε μια δίωρη στάση και αναχώρησε στις ένδεκα το βράδυ. Στις έξι το απόγευμα της επομένης έφθασε στο Μεσολόγγι, μια κατεστραμμένη πόλη με θλιβερή όψη και επίσης πολλούς στρατοπεδευμένους Βαυαρούς, και ύστερα από σύντομη ανάπαυση άνοιξε πάλι το βήμα κατά μήκος της ακτής προς Ναύπακτο και Άμφισσα, Λιβαδειά, Αλίαρτο. Στις δύο το πρωί της 30ης Ιουνίου διέκρινε τον Ακροκόρινθο να λάμπει στο σεληνόφως. Αποφεύγοντας την είσοδο στην Κόρινθο, κατέλυσε για αναψυχή και ξεκούραση στην ξύλινη καλύβα μιας ελληνικής οικογένειας που συνάντησε στον δρόμο.
Από το Άργος, όπου βρέθηκε το άλλο πρωί, αντίκρισε επιτέλους το Ναύπλιο στο βάθος. Είχε φθάσει έξι μέρες νωρίτερα απ' τον προβλεπόμενο χρόνο, παρά τις καθυστερήσεις, έχοντας διανύσει περίπου 2500 χιλιόμετρα σε τρεισήμισι εβδομάδες. Στις δέκα το πρωί, περνώντας την Πύλη της Ξηράς μπήκε στην ελληνική πρωτεύουσα και συνοδευόμενος από δύο στρατιώτες παρέδωσε την αλληλογραφία στο παλάτι. Την επομένη ο Όθωνας μαζί με άλλους επισήμους τον δέχτηκε στο γραφείο του, όπου σε μια δίωρη ακρόαση ο Ερνστ αφηγήθηκε τις περιπέτειές του και φεύγοντας έλαβε χίλια φλορίνια ως αμοιβή. Γενναιόδωρα τον αντάμειψε για μια επιστολή και ο πρίγκιπας Eduard von Sachsen-Altenburg, αδελφός της βασίλισσας Θηρεσίας που είχε συνοδεύσει τον Όθωνα στην Ελλάδα.
Το γραφείο του βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο, στο οποίο δέχτηκε τον Ερνστ.
Έργο του J. N. Haubenschmid, Eθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθήνας.
(φωτο: Ενυώ)
Η παρουσία του ξακουστού δρομέα στην πόλη αποτέλεσε γεγονός που οι Βαυαροί στρατιώτες έσπευσαν να καταγράψουν στα ημερολόγια και τις ανταποκρίσεις τους προς τις βαυαρικές εφημερίδες. Σ' ένα οικείο περιβάλλον με έντονο γερμανικό χρώμα, ο πολυταξιδεμένος επισκέπτης περιηγήθηκε το καλοκαιρινό Ναύπλιο, επισκέφθηκε το Άργος, γνώρισε Γερμανούς και Έλληνες φίλους και ύστερα από δύο εβδομάδες επιβιβάστηκε σ' ένα ιταλικό πλοίο για την Τεργέστη. Στη διάρκεια του ταξιδιού δεν παρέλειψε να δώσει και μια παράσταση στη Ζάκυνθο.
Εκφράζοντας μια μάλλον ασυνήθιστη για την εποχή του, πλατιά αντίληψη περί θρησκείας και εθνικότητας, ο Ερνστ συνήθιζε να λέει ότι Εκκλησία του είναι όλος ο κόσμος και πατρίδα του η Ευρώπη, που την είχε οργώσει με τα πόδια πολλές φορές. Με την αποστολή του ως βασιλικού αγγελιοφόρου στην οθωνική Ελλάδα, στο τελευταίο, νεογέννητο μέλος της οικογένειας των ευρωπαϊκών κρατών, είχε προσθέσει στις περιπλανήσεις του και τη νοτιότερη άκρη αυτής της μεγάλης πατρίδας.
Πίσω στο Μόναχο έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Σε ειδική εκδήλωση στο παλάτι ενώπιον πολλών ακροατών αφηγήθηκε τις πρόσφατες εμπειρίες του και ύστερα εγκατέλειψε την πόλη. Την περίοδο αυτή φιλοτεχνήθηκε και το γνωστότερο πορτραίτο του, που εύλογα τον τοποθετεί σε μεσογειακό περιβάλλον. Ήταν τώρα πιο διάσημος από ποτέ, είχε ώρες επισκεπτηρίου για τους θαυμαστές και γνωριζόταν με υψηλά πρόσωπα. Όμως πάντα αρνιόταν τις προσκλήσεις για το θέατρο, γιατί -όπως έλεγε- τα βάσανα των ανθρώπων τα είχε γνωρίσει καλά γυρνώντας τη γη.
O Ερνστ σε μεσογειακό περιβάλλον, κρατώντας έναν εξάντα.
"Løperkongen" Grøndal A/S Oslo 1986, Public domain, via Wikimedia Commons
Σύμφωνα με τις πηγές ο Ερνστ πραγματοποίησε το 1836 το τρίτο μεγάλο του εγχείρημα, τρέχοντας απ' την Κωνσταντινούπολη στην Καλκούτα και πίσω σε πενήντα εννέα ημέρες. Το επίτευγμα είναι ασύλληπτο, έστω κι αν εφημερίδα της εποχής διαβεβαίωνε ότι όποιος τον είχε δει να τροχάζει τόσο ανάλαφρα πάνω στο υγρό και γλιστερό λιθόστρωτο και ταυτόχρονα να τρώει ένα κομάτι ψωμί ή ένα μήλο, ή -όταν δεν έτρωγε- συνεχώς να σφυρίζει, θα πίστευε ότι πράγματι πήγε και γύρισε απ' την Ινδία με τα πόδια.
Επόμενος στόχος τού ακαταπόνητου δρομέα ήταν να διασχίσει την Αφρική από Βορρά προς Νότο και σκόπευε μ' αυτό να τερματίσει τη σταδιοδρομία του.
Πράγματι, το 1842 αναλαμβάνει για λογαριασμό ενός πλούσιου Γερμανού να εντοπίσει τις άγνωστες ακόμη τότε πηγές του Λευκού Νείλου. Το φιλόδοξο ταξίδι δεν ολοκληρώθηκε. Στις αρχές του 1843 δημοσιευόταν στις εφημερίδες η εξής είδηση: Ο φημισμένος πεζοπόρος Μένσεν Ερνστ, που είχε αναλάβει ν' ανακαλύψει τις πηγές του Λευκού Νείλου, προσβλήθηκε από δυσεντερία και πέθανε στα τέλη Ιανουαρίου στο Ασουάν. Κάποιοι ταξιδιώτες που γνώριζαν την αξία αυτού του ανθρώπου τον έθαψαν κοντά στον πρώτο καταρράκτη του Νείλου.
Μ' αυτόν τον τρόπο εκπληρώθηκε η επιθυμία του να είναι το ταξίδι στην Αφρική το τελευταίο.
Σημείωση
Τα κατορθώματα του Ερνστ δεν προκάλεσαν στην εποχή του μόνο θαυμασμό, αλλά αμφισβητήθηκαν επίσης. Αν για τους περισσότερους συγχρόνους του ήταν ένας ασυναγώνιστος αθλητής, για άλλους ήταν ένας ελαφροΐσκιωτος που είχε τον διάβολο μέσα του, ένας απατεώνας που με ψέματα έπειθε τους αφελείς ότι μπορούσε να τρέχει σαν να τον έριξες με πιστόλι. Για κάποιους οι επιδείξεις του είχαν κάτι αφύσικο και αλλόκοτο, ενώ οι πιο καλοπροαίρετοι, που έβλεπαν στον αεικίνητο τρόπο ζωής του μια βαθύτερη αναζήτηση, έλεγαν ότι ο Μένσεν Ερνστ είναι ένα ποίημα που θα θέλαμε να μας μεταφράσουν. Ήταν λοιπόν ο Ερνστ ένας παραμυθάς και ο βιογράφος του ένας ψεύτης;
Η γερμανική βιογραφία του αθλητή, στην οποία βασίζεται το παρόν κείμενο, στηρίζεται στην αφήγηση του ίδιου προς τον συγγραφέα Gustav Rieck. Ως αποδείξεις ο δρομέας παρουσίαζε έγκυρα έγγραφα, όπως διαβατήρια με σφραγίδες προξενείων και πιστοποιητικά τοπικών αρχών, παρόλα αυτά οι επιδόσεις του ήταν τόσο υψηλές που έμοιαζαν υπεράνθρωπες, άρα αναληθείς.
Από τα τρία μεγάλα ταξίδια του, το καλύτερα τεκμηριωμένο είναι αυτό προς την Ελλάδα. Αλλά ειδικά το ταξίδι Κωνσταντινούπολη-Καλκούτα δημιουργεί σύγχυση, καθώς η βιογραφία του (που εκδόθηκε δύο φορές ενώ ζούσε ο Ερνστ) αναφέρει ότι διανύθηκαν συνολικά, δηλαδή με την επιστροφή, 1124 γερμανικά μίλια (8300 χλμ) σε 59 ημέρες. Όμως τα χιλιόμετρα αυτά αντιστοιχούν μόνο στην απλή μετάβαση. Η διαδρομή Κωνσταντινούπολη-Καλκούτα-Κωνσταντινούπολη θα είχε το διπλάσιο μήκος και για να καλυφθεί σε 59 ημέρες πρέπει ο Ερνστ να έτρεχε καθημερινά πάνω από 230 χιλιόμετρα, κάτι που απέχει υπερβολικά όχι μόνο απ' το ανθρωπίνως δυνατό, αλλά κι απ' τις προηγούμενες δικές του επιδόσεις. Οι ασάφειες αυτές, μαζί με κάποια γεγονότα της βιογραφίας που είτε δεν επιβεβαιώνονται (όπως η συμμετοχή του στη ναυμαχία του Ναυαρίνου), είτε είναι ανακριβή (όπως η χρονολογία και ο τόπος γέννησής του στη Νορβηγία), κατέληξαν να τον τοποθετούν στα όρια μύθου και πραγματικότητας, προσθέτοντας ένα ερωτηματικό στον οπωσδήποτε δικαιολογημένον θαυμασμό μας για εκείνον.
Η σύγκριση με τους σημερινούς υπερμαραθωνοδρόμους δεν μας βοηθά. Ανάμεσά τους βρίσκονται κορυφαίοι αθλητές (π.χ. Γιάννης Κούρος, Dean Καρνάζης) που έχουν φθάσει την ταχύτητα, αλλά όχι την πρωτοφανή αντοχή τού Ερνστ, για την οποία δεν υπάρχει μέχρι σήμερα εξήγηση, ούτε ανάλογο φαινόμενο. Αυτό, μαζί με την ξεχωριστή προσωπικότητά του, κάνει την ιστορία του αφοσιωμένου μοναχικού μακροπόρου τόσο γοητευτική και το πέρασμά του απ΄ την Ελλάδα αξιομνημόνευτο.
♦♦♦
Πηγές
Βιβλιογραφία
Gustav Rieck, Mensen Ernst's See-, Land- und Schnell-Reisen in allen fünf Weltteilen: Nach mündlichen und schriftlichen Ueberlieferungen, Breslau 18412
J. A. S. Abele, Griechische Denkwürdigkeiten und die k. bayerische Expedition nach Hellas, Mannheim 1836
Εφημερίδες
Münchener Conversations-Blatt, 9.11.1833
Augsburger Postzeitung, 11.4.1837
Bayreuther Zeitung, 19.4.1837
Sundine Beiblatt, 11.5.1838
Frankfurter Ober-Post-Amts-Zeitung, 18.11.1838
Fränkischer Merkur (Bamberger Zeitung), 28.3.1839
Aschaffenburger Zeitung, 22.3.1843